- βιεννέζικος
- -η, -οαυτός που προέρχεται από τη Βιέννη είτε ανήκει είτε έχει σχέση μ' αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιεννέζικος — η, ο αυτός που προέρχεται από τη Βιέννη: Τα βιεννέζικα βαλς είναι ξακουστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιενναίος — α, ο ο βιεννέζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βιέννη. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. Βιενναίοι από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek